- έστοντας
- (Μ ἔστοντας και ἔστωντας)1. μτχ. ενεστ. τού ρ. είμαι2. (αιτιολ. ή εναντιωμ. σύνδ.) επειδή, διότι, καθ' όσον, με το να..., μολονότι, αν και («έστοντας να μην έχει παπούτσια, περπατά ξυπόλητος», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έστω (προστ. τού ρ. είμαι) + -οντας κατά τις μτχ. σε -οντας].
Dictionary of Greek. 2013.